- ἀπομένουσα
- ἀπό-μένωstaypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπομενούσας — ἀπομενούσᾱς , ἀπό μένω stay fut part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπομενούσᾱς , ἀπό μένω stay fut part act fem gen sg (doric) ἀπομενούσᾱς , ἀπό μένω stay pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀπομενούσᾱς , ἀπό μένω stay pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) … Dictionary of Greek